ευνοων

ευνοων
    εὐνοῶν
    εὐ-νοῶν
    ὅ доброжелатель Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ευνοων" в других словарях:

  • εὐνοῶν — εὐνοέω to be well inclined pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευνοώ — (Α εὐνοῶ, έω) [εύνους] δείχνω σε κάποιον την εύνοιά μου, τη φιλική μου διάθεση, είμαι διατεθειμένος ευνοϊκά απέναντι σε κάποιον, τόν συμπαθώ (α. «οὐκ εὐνοέει τοῑς ἐμοῑσι πρήγμασι», Ηρόδ. β. «τόν ευνόησε η τύχη») νεοελλ. 1. συμβάλλω στην επιτυχία… …   Dictionary of Greek

  • κήδω — (ΑΜ κήδω) μέσ. κήδομαι ενδιαφέρομαι φροντίζω, νοιάζομαι για κάποιον ή για κάτι (α. «τῶν ἁπανταχοῡ ὀρθοδόξων ἐκκλησιών κηδόμενος», Σέργ. Μακρ. β. «κήδετο γάρ Δαναῶν, ὅτι ῥα θνῇσκοντας ὁρᾱτο», Ομ. Ιλ. γ. «ἔγωγέ σ , εὐνοῶν γε καὶ κηδόμενος», Αριστοφ …   Dictionary of Greek

  • ԻՐԱՒԱԽՈՀ — ( ) NBH 1 0871 Chronological Sequence: Early classical, 7c, 10c ա. ԻՐԱՒԱԽՈՀ կամ ԻՐԱՒԱԽՈՐՀ. Որ Խորհի զարդարն եւ զիրաւն. արդարասէր. արդարակորով. իրաւարար. ... *Թագաւորք եւ իշխանք եւ դատաւորք իրաւախոհք եւ արդարակշիռք յիրաւունս աստուծոյ. Յճխ. ՟Ի: *Որ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»